εξτρεμιστής — ο (θηλ. εξτρεμίστρια, η) 1. οπαδός τού εξτρεμισμού 2. αδιάλλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. extremiste < λατ. extremus «έσχατος»] … Dictionary of Greek
ακροαριστερός — ή ( ά), ό 1. αυτός που ανήκει πολιτικά ή ασπάζεται γενικά τις θέσεις τής άκρας αριστεράς 2. ως ουσ. ο ακροαριστερός ο οπαδός τής άκρας αριστεράς, υποστηρικτής ακραίων αριστερών απόψεων, υπερβολικά αριστερός, εξτρεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρο (ΙΙΙ)… … Dictionary of Greek
ακροδεξιός — ά, ό 1. αυτός που ανήκει πολιτικά ή ασπάζεται γενικά τις θέσεις τής άκρας δεξιάς 2. ως ουσ. ο ακροδεξιός ο οπαδός τής άκρας δεξιάς, υποστηρικτής ακραίων δεξιών απόψεων, υπερβολικά δεξιός, εξτρεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙΙ) + δεξιός (πρβλ.… … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Μπόρχες, Χόρχε Λούις — (Jorge Luis Borges, Μπουένος Άιρες 1899 – 1986). Αργεντινός συγγραφέας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους των γραμμάτων της Λατινικής Αμερικής. Το 1961 έλαβε μαζί με τον Μπέκετ το Διεθνές Βραβείο των Εκδοτών στο Φορμέντορ.… … Dictionary of Greek
αριστεριστής — ο θηλ. στρια άτομο που έχει ακραίες αριστερές απόψεις και θέσεις, εξτρεμιστής της αριστεράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)